- ἀναξιοπαθοῦντες
- ἀναξιοπαθέωto be indignant at unworthy treatmentpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… … Dictionary of Greek
περίθαλψη — η / περίθαλψις, άψεως, ΝΜ [περιθάλπω] η παροχή προστασίας και φροντίδας σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη νεοελλ. φρ. «κοινωνική περίθαλψη» τομέας τού κρατικού προγράμματος κοινωνικών υπηρεσιών για την παροχή οικονομικής, ιατρικής κ.ά. αρωγής και… … Dictionary of Greek
Κυθήρων, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδας με έδρα τη Χώρα Κυθήρων. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 30 ενοριακοί ναοί. Στην περιφέρειά της λειτουργεί το ανδρικό μοναστήρι του Οσίου Θεοδώρου. Στον τομέα της πνευματικής διακονίας λειτουργούν υπηρεσίες… … Dictionary of Greek